-
1 аппарат
аппарат м 1) (прибор) η μηχανή, το μηχάνημα; теле фонный \аппарат η τηλεφωνική συσκευή 2) (орган управления ) ο μηχανισμός государственный \аппарат о κρατικός μηχανισμός* * *м1) ( прибор) η μηχανή, το μηχάνημαтелефо́нный аппара́т — η τηλεφωνική συσκευή
2) ( орган управления) ο μηχανισμόςгосуда́рственный аппара́т — ο κρατικός μηχανισμός
-
2 государственный
επ.κρατικός•государственный строй το κρατικό σύστημα•
государственный аппарат ο κρατικός μηχανισμός•
государственный герб το κρατικό έμβλημα•
-ая граница κρατικά σύνορα•
государственный язык η επίσημη γλώσσα του κράτους•
государственный преступник εγκληματίας κατά του κράτους•
-ая таина κρατικό μυστικό•
-бюджет κρατικός προύπολογισμός•
-ые учреждения κρατικά ιδρύματα•
государственный человек ή деятель κρατικός παράγοντας•
государственный заем κρατικό δάνειο (λαμβανόμενο)•
государственный ум κρατικός νους, πολιτικός άντρας.
|| δημόσιος•-ые служащие δημόσιοι υπάλληλοι.
εκφρ.- ое право – κρατικό δίκαιο•- ые экзамены – πτυχιακές εξετάσεις. -
3 механизм
-а α. (κυρλξ. κ. μτφ.) μηχανισμός•передаточный механизм μεταδοτικός κινητικός μηχανισμός•
механизм часов μηχανισμός ωρολογίου•
государственный механизм κρατικός μηχανισμός.
-
4 аппарат
аппаратм1. тех. ἡ συσκευή, τό μηχάνημα:телефонный \аппарат τό τηλέφωνο, ἡ τηλεφωνική συσκευή; фотографический \аппарат ἡ φωτογραφική μηχανή;2. (работники учреждения, штат) ὁ μηχανισμός:административный \аппарат ἡ διοικητικός μηχανισμός; государственный \аппарат ὁ κρατικός μηχανισμός;3. физиол. (совокупность органов) τά ὅργανα:дыхательный \аппарат τά ἀναπνευστικά ὅργανα -
5 аппарат
-а α.1. συσκευή οργάνων, μηχανών κλπ. фотографический аппарат η φωτογραφική μηχανή•аппарат телефонный аппарат το τηλέφωνο.
2. σύστημα•дыхательный аппарат το αναπνευστικό σύστημα.
3. μηχανή, μηχανισμός•государственный аппарат η κρατική μηχανή ή ο κρατικός μηχανισμός.
εκφρ.научный аппарат – το υλικό και βοηθήματα επιστημονικής εργασίας. -
6 организм
-а ά. οργανισμός•развитие организм -а ανάπτυξη του οργανισμού•
животный организм ζωικός οργανισμός•
растительный организм φυτικός οργανισμός•
крепкий организм γερός οργανισμός.
|| μηχανισμός•государственный -κρατικός μηχανισμός.
См. также в других словарях:
μηχανισμός — ο 1. μηχανή, μηχάνημα: Χάλασε ομηχανισμός του ρολογιού. 2. ο τρόπος λειτουργίας ενός οργανισμού ή υπηρεσίας: Ο κρατικός μηχανισμός παρέλυσε λόγω της απεργίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… … Dictionary of Greek