Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

κρατικός μηχανισμός

  • 1 аппарат

    аппарат м 1) (прибор) η μηχανή, το μηχάνημα; теле фонный \аппарат η τηλεφωνική συσκευή 2) (орган управления ) ο μηχανισμός государственный \аппарат о κρατικός μηχανισμός
    * * *
    м
    1) ( прибор) η μηχανή, το μηχάνημα

    телефо́нный аппара́т — η τηλεφωνική συσκευή

    2) ( орган управления) ο μηχανισμός

    госуда́рственный аппара́т — ο κρατικός μηχανισμός

    Русско-греческий словарь > аппарат

  • 2 государственный

    επ.
    κρατικός•

    государственный строй το κρατικό σύστημα•

    государственный аппарат ο κρατικός μηχανισμός•

    государственный герб το κρατικό έμβλημα•

    -ая граница κρατικά σύνορα•

    государственный язык η επίσημη γλώσσα του κράτους•

    государственный преступник εγκληματίας κατά του κράτους•

    -ая таина κρατικό μυστικό•

    -бюджет κρατικός προύπολογισμός•

    -ые учреждения κρατικά ιδρύματα•

    государственный человек ή деятель κρατικός παράγοντας•

    государственный заем κρατικό δάνειο (λαμβανόμενο)•

    государственный ум κρατικός νους, πολιτικός άντρας.

    || δημόσιος•

    -ые служащие δημόσιοι υπάλληλοι.

    εκφρ.
    - ое право – κρατικό δίκαιο•
    - ые экзамены – πτυχιακές εξετάσεις.

    Большой русско-греческий словарь > государственный

  • 3 механизм

    α. (κυρλξ. κ. μτφ.) μηχανισμός•

    передаточный механизм μεταδοτικός κινητικός μηχανισμός•

    механизм часов μηχανισμός ωρολογίου•

    государственный механизм κρατικός μηχανισμός.

    Большой русско-греческий словарь > механизм

  • 4 аппарат

    аппарат
    м
    1. тех. ἡ συσκευή, τό μηχάνημα:
    телефонный \аппарат τό τηλέφωνο, ἡ τηλεφωνική συσκευή; фотографический \аппарат ἡ φωτογραφική μηχανή;
    2. (работники учреждения, штат) ὁ μηχανισμός:
    административный \аппарат ἡ διοικητικός μηχανισμός; государственный \аппарат ὁ κρατικός μηχανισμός;
    3. физиол. (совокупность органов) τά ὅργανα:
    дыхательный \аппарат τά ἀναπνευστικά ὅργανα

    Русско-новогреческий словарь > аппарат

  • 5 аппарат

    α.
    1. συσκευή οργάνων, μηχανών κλπ. фотографический аппарат η φωτογραφική μηχανή•

    аппарат телефонный аппарат το τηλέφωνο.

    2. σύστημα•

    дыхательный аппарат το αναπνευστικό σύστημα.

    3. μηχανή, μηχανισμός•

    государственный аппарат η κρατική μηχανή ή ο κρατικός μηχανισμός.

    εκφρ.
    научный аппарат – το υλικό και βοηθήματα επιστημονικής εργασίας.

    Большой русско-греческий словарь > аппарат

  • 6 организм

    -а ά. οργανισμός•

    развитие организм -а ανάπτυξη του οργανισμού•

    животный организм ζωικός οργανισμός•

    растительный организм φυτικός οργανισμός•

    крепкий организм γερός οργανισμός.

    || μηχανισμός•

    государственный -κρατικός μηχανισμός.

    Большой русско-греческий словарь > организм

См. также в других словарях:

  • μηχανισμός — ο 1. μηχανή, μηχάνημα: Χάλασε ομηχανισμός του ρολογιού. 2. ο τρόπος λειτουργίας ενός οργανισμού ή υπηρεσίας: Ο κρατικός μηχανισμός παρέλυσε λόγω της απεργίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»